Anonymous

σκύνιον: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_3)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύνιον''': [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, [[Πολυδ]]. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. [[ἐπισκύνιον]].
|lstext='''σκύνιον''': [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, [[Πολυδ]]. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. [[ἐπισκύνιον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[δέρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ἐπισκύνιον]].
}}
}}