σκύνιον

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύνιον Medium diacritics: σκύνιον Low diacritics: σκύνιον Capitals: ΣΚΥΝΙΟΝ
Transliteration A: skýnion Transliteration B: skynion Transliteration C: skynion Beta Code: sku/nion

English (LSJ)

[ῠ], τό, skin above the eyes, Nic.Th.177,443, Poll.2.66 (all pl.); cf. ἐπισκύνιον.

German (Pape)

[Seite 908] τό, die Haut oberhalb des Auges, an der die Augenbrauen sitzen, gew. im plur., Nic. Ther. 177. 443, viel gebräuchlicher sedoch ist die Zusammensetzung ἐπισκύνιον, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

σκύνιον: τό Anth. = ἐπισκύνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σκύνιον: [ῠ], τό, (σκύζω) τὸ ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς δέρμα, Νικ. Θηρ. 177, 443, Πολυδ. Β΄, 66, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. ἐπισκύνιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το δέρμα που βρίσκεται πάνω από τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐπισκύνιον.