Anonymous

σμηγματώδης: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμηγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς [[σάπων]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
|lstext='''σμηγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς [[σάπων]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]].
}}
}}