Anonymous

σμηγματώδης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(37)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).
}}
}}