σπάζω: Difference between revisions

3,358 bytes added ,  29 September 2017
38
(6_2)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάζω''': [[λέξις]] τῶν Ἀχαιῶν ἀντὶ σκυζῶ, Ἡσύχ.
|lstext='''σπάζω''': [[λέξις]] τῶν Ἀχαιῶν ἀντὶ σκυζῶ, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σπάνω]] και [[σπάω]] Ν<br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]] [[κάτι]] χτυπώντας το ή ρίχνοντας το [[κάτω]] (α. «[[σπάω]] πέτρες με τη [[βαριά]]» β. «γλίστρησα κι έσπασα το [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> [[προξενώ]] [[ζημιά]] ή [[καταστροφή]] σε [[κάτι]] (α. «με τη [[μεταφορά]] έσπασαν το [[τραπέζι]]» β. «ο [[αέρας]] έσπασε τα δέντρα»)<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] ή [[υφίσταμαι]] [[κάταγμα]] οστού ή δοντιού (α. «του έσπασα τα δόντια με γροθιές» β. «δάγκωσα [[καρύδι]] κι έσπασα το [[δόντι]] μου» γ. «έπεσα κι έσπασα το [[πόδι]] μου»)<br /><b>4.</b> [[χάνω]] τις σωματικές ή τις ψυχικές μου δυνάμεις («δεν μπορεί να τρέξει πια, έχει σπάσει»)<br /><b>5.</b> μειώνομαι, [[εξασθενώ]] («έσπασε από [[χθες]] η [[ζέστη]]»)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[σπασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που πάσχει από [[κήλη]], κατεβασμένος<br />β) [[αδύναμος]], [[άτολμος]]<br />γ) (για [[προφορά]]) [[άσχημος]], [[κακός]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>σπάζομαι</i><br />εκνευρίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάω]] [[πλάκα]]» ή «[[σπάζω]] [[κέφι]]» — [[διασκεδάζω]] με αστεία και φάρσες<br />β) «[[σπάω]] κάποιον στο [[ξύλο]]» — [[ξυλοκοπώ]] άγρια κάποιον<br />γ) «[[σπάω]] στη δουλειά [στο [[διάβασμα]] κ.λπ.]» — [[δουλεύω]] πολύ σκληρά, επιδίδομαι με πολύ ζήλο σε [[κάτι]]<br />δ) «[[σπάω]] το [[μυαλό]] μου» ή «[[σπάω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[σκέπτομαι]], [[προβληματίζομαι]] [[πάρα]] πολύ ή [[προσπαθώ]] να θυμηθώ [[κάτι]] και δεν [[μπορώ]]<br />ε) «του τά [[σπάω]]» ή «του τή [[σπάω]]», <b>(ιδιωμ.)</b> τον [[εξοργίζω]], τον [[κάνω]] να αγανακτήσει<br />στ) «[[σπάω]] τον κώδικα» — [[αποκρυπτογραφώ]]<br />ζ) «[[σπάζω]] το [[φράγμα]] του ήχου»<br />(για αεροπλάνα) [[υπερβαίνω]] το όριο ταχύτητας διάδοσης του ήχου<br />η) «μιλάει σπασμένα»<br />(σχετικά με [[ξένη]] [[γλώσσα]]) χρησιμοποιεί τη [[γλώσσα]] με [[δυσκολία]], με λάθη στο [[λεξιλόγιο]], ή στη [[σύνταξη]] και στην [[προφορά]]<br />θ) «μού τή σπάει» — δεν μού αρέσει, μέ εκνευρίζει<br />ι) «[[πληρώνω]] τα σπασμένα» — τιμωρούμαι για αδικήματα που δεν έκανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπάω]].
}}
}}