Anonymous

σπάταλος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_16)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάτᾰλος''': -ον, [[ἀκόλαστος]], [[φιλήδονος]], κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.
|lstext='''σπάτᾰλος''': -ον, [[ἀκόλαστος]], [[φιλήδονος]], κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σπάταλος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σπαταλός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που δαπανά, που ξοδεύει [[χωρίς]] [[μέτρο]], [[χωρίς]] [[φειδώ]], ασυλλόγιστα, [[πολυδάπανος]], [[πολυέξοδος]] (α. «[[είναι]] [[σπάταλος]], δεν του μένει [[δραχμή]]» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[σπατάλη]] («σπάταλη [[διαχείριση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπάταλα</i> Ν<br />με [[σπατάλη]], [[χωρίς]] [[φειδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. της λ. [[σπατάλη]].
}}
}}