Anonymous

σπείραμα: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />enroulement ; replis d’un serpent.<br />'''Étymologie:''' [[σπειράομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />enroulement ; replis d’un serpent.<br />'''Étymologie:''' [[σπειράομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. [[σπείρημα]] Α [[σπειρῶμαι]]<br />[[καθετί]] που [[είναι]] περιελιγμένο ελικοειδώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «αγγειώδες [[σπείραμα]]» ή «νεφρικό [[σπείραμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν [[δίκτυο]] [[ανάμεσα]] σε ένα προσαγωγό και ένα απαγωγό αρτηρίδιο, τα οποία βρίσκονται το ένα πλάι στο [[άλλο]] στον λεγόμενο αγγειακό [[πόλο]] του σχηματισμού [[αυτού]]<br />β) «ενδομήτριο [[σπείραμα]]» — ενδομήτρια [[συσκευή]] σε [[σχήμα]] σπειράματος που εισάγεται στην [[κοιλότητα]] της μήτρας με ιατρική [[διαδικασία]] και έχει ως σκοπό την [[αποφυγή]] ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, κν. [[σπιράλ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνεστραμμένο [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> συνεστραμμένη [[ταινία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> [[σπάργανο]], [[φασκιά]].
}}
}}