Anonymous

σπαράκτης: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_19)
(38)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''σπᾰράκτης''': -ου, ὁ, ὁ διασπαράτων, διασχίζων εἰς τεμάχια, Ρήτορες (Walz) 3. 606. - Θηλ. σπαράκτρια, Μανασσ. Χρον. 3552. - Ἐπίθ. σπαρακτικός, ή, όν, καὶ ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[σπαράκτρια]], Μ [[σπαράσσω]]<br />αυτός που κατασπαράζει, που κατακομματιάζει [[κάτι]].
}}
}}