Anonymous

σπόδιος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπόδιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς τέφρας, [[φαιός]], «στακτερός», «[[ψαρός]]», [[ὄνος]] Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. [[σπόδειος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
|lstext='''σπόδιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς τέφρας, [[φαιός]], «στακτερός», «[[ψαρός]]», [[ὄνος]] Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. [[σπόδειος]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, και [[σπόδειος]], -ον, Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σποδού, της στάχτης, [[τεφρός]], [[σταχτής]] (α. «[[σπόδιον]] [[χρῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[βωμός]] ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], <b>Παυσ.</b>).
}}
}}