3,271,344
edits
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[σταῖς]]. | |btext=<i>c.</i> [[σταῖς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σταῖς]], -αιτός και [[στάς]], -[[ατός]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]] από [[αλεύρι]] [[ποικιλίας]] σιταριού (α. «στὰς [[ἄνευ]] τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει<br />ὁ δὲ Ἴν σταῑς», <b>Φώτ.</b><br />β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ<br />γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[ζυμάρι]]<br /><b>3.</b> [[στέαρ]], [[ξίγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. <i>t</i><i>ě</i><i>sto</i>, αρχ. ιρλδ. <i>t</i><i>ā</i><i>is</i>, γαλατ. <i>toes</i>. To αρκτικό <i>σ</i>- του ελλ. τ. αν δεν [[είναι]] προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του συνωνύμου [[στέαρ]]. | |||
}} | }} |