Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στασιώτης: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />séditieux, factieux ; <i>simpl.</i> affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[στάσις]].
|btext=ου (ὁ) :<br />séditieux, factieux ; <i>simpl.</i> affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[στάσις]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στασιαστής]], [[άτομο]] που μετέχει σε [[στάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωματοφύλακας]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «στασιῶται<br />οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη [[στασιμότητα]], το αμετάβλητο του κόσμου<br />β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιώτης</i>, πιθ. [[κατά]] τα [[στρατιώτης]], [[πατριώτης]].
}}
}}