3,276,901
edits
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte une couronne;<br /><b>2</b> où l’on porte des couronnes ; [[στεφανηφόρος]] [[ἀρχή]] ESCHN la magistrature aux couronnes, <i>càd</i> l’archontat.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte une couronne;<br /><b>2</b> où l’on porte des couronnes ; [[στεφανηφόρος]] [[ἀρχή]] ESCHN la magistrature aux couronnes, <i>càd</i> l’archontat.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[στεφανηφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[στεφανοφόρος]], -ον, Α<br />αυτός που φορεί [[στέφανο]] ή [[στέμμα]], [[στεφανωμένος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έλαβε τον [[στέφανο]] του μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[στεφανηφόρος]]<br />[[τίτλος]] ορισμένων αρχόντων τών ελληνικών πολιτειών και, [[κυρίως]], της Αθήνας, οι οποίοι είχαν το [[δικαίωμα]] να φορούν [[στεφάνι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἱππόλυτος [[στεφανηφόρος]]» — [[τίτλος]] τραγωδίας του Ευριπίδου<br />β) «[[στεφανηφόρος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] στον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] [[στέφανος]], ο [[στεφανίτης]]<br />γ) «Στεφανηφόρου δραχμαί» — δραχμές που είχαν κοπεί στο [[επίσημο]] νομισματοσκοπείο τών Αθηνών το οποίο βρισκόταν [[δίπλα]] στον ναό του Στεφανηφόρου ήρωα<br />δ) «δραχμὰς στεφανηφόρους» — [[χαρακτηρισμός]] δραχμών που είχαν στην [[πίσω]] όψη τους [[στέφανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>ητον</i> τ. για μετρικούς χρόνους]. | |||
}} | }} |