3,276,901
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφᾰνηφόρος''': -ον, ὁ φορῶν [[στέμμα]] ἢ στέφανον, [[θίασος]] Εὐρ. Βάκχ. 531· ἵπποι Θεόκρ. 16. 47· στ. ἀγὼν = [[στεφανίτης]], καθ’ ὃν ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[στέφανος]], Ἡρόδ. 5. 102, Ἀνδοκ. 29. 11· [[ὅθεν]], Ἀλφειέ, Διὸς στ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 9. 362· στ. ὧραι Σχολ. παρ’ Ἀθην. 694C· [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 62. ΙΙ. [[στεφανηφόρος]], ὁ, ἐπώνυμον ἀρχόντων τινῶν ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἵτινες εἶχον τὸ [[δικαίωμα]] νὰ φορῶσι στέφανον ἐν ὅσῳ ἦσαν ἐν ἀξιώματι, ὡς οἱ ἄρχοντες ἐν Ἀθήναι, Αἰσχίν. 3. 33· οὗτοι παραβάλλονται πρὸς τοὺς παρὰ Ρωμαίοις flamines ὑπὸ Διον. τοῦ Ἁλ. 2. 64, πρβλ. Ἀθήν. 215Β, 533D· [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς, Φοίβου στ. ἰρεὺς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 823, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671-73, -74, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ γυναικῶν, [[αὐτόθι]] 2162., 2331. 2· ὁ ἄρχων τὴν στ. ἀρχὴν [[αὐτόθι]] 2330. 6., -32, -33, κ. ἀλλ.· δραχμαὶ τοῦ στ., δηλ. [[μόλις]] ἐκκοπεῖσαι, Lenormant Monn. Ant. 2. 238. | |lstext='''στεφᾰνηφόρος''': -ον, ὁ φορῶν [[στέμμα]] ἢ στέφανον, [[θίασος]] Εὐρ. Βάκχ. 531· ἵπποι Θεόκρ. 16. 47· στ. ἀγὼν = [[στεφανίτης]], καθ’ ὃν ὡς [[βραβεῖον]] ἐδίδετο [[στέφανος]], Ἡρόδ. 5. 102, Ἀνδοκ. 29. 11· [[ὅθεν]], Ἀλφειέ, Διὸς στ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Π. 9. 362· στ. ὧραι Σχολ. παρ’ Ἀθην. 694C· [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 62. ΙΙ. [[στεφανηφόρος]], ὁ, ἐπώνυμον ἀρχόντων τινῶν ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἵτινες εἶχον τὸ [[δικαίωμα]] νὰ φορῶσι στέφανον ἐν ὅσῳ ἦσαν ἐν ἀξιώματι, ὡς οἱ ἄρχοντες ἐν Ἀθήναι, Αἰσχίν. 3. 33· οὗτοι παραβάλλονται πρὸς τοὺς παρὰ Ρωμαίοις flamines ὑπὸ Διον. τοῦ Ἁλ. 2. 64, πρβλ. Ἀθήν. 215Β, 533D· [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς, Φοίβου στ. ἰρεὺς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 823, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2671-73, -74, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ γυναικῶν, [[αὐτόθι]] 2162., 2331. 2· ὁ ἄρχων τὴν στ. ἀρχὴν [[αὐτόθι]] 2330. 6., -32, -33, κ. ἀλλ.· δραχμαὶ τοῦ στ., δηλ. [[μόλις]] ἐκκοπεῖσαι, Lenormant Monn. Ant. 2. 238. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte une couronne;<br /><b>2</b> où l’on porte des couronnes ; [[στεφανηφόρος]] [[ἀρχή]] ESCHN la magistrature aux couronnes, <i>càd</i> l’archontat.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |