Anonymous

στέρομαι: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i><br />être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[στερέω]], [[στερίσκω]].
|btext=<i>seul. prés., impf. et fut.</i><br />être privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' cf. [[στερέω]], [[στερίσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, [[άποψη]], το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>- «[[κλέβω]]» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. <i>serb</i> «[[κλοπή]]», [[καθώς]] και με τα αρχ. άνω γερμ. <i>stelan</i> «[[κλέβω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>stehlen</i>), γοτθ. <i>stilan</i> «[[κλέβω]]». Το [[σύστημα]] κλίσης του ρ. [[στέρομαι]] εμφανίζει [[ποικιλία]] τ. Αρχικός [[είναι]] ο τ. του ενεστ. [[στέρομαι]], σχηματισμένος από την απαθή [[βαθμίδα]], απ' όπου προήλθαν με [[πρόσφυμα]] -<i>η</i>/<i>ē</i>- οι τ. τών άλλων χρόνων: <i>ἐστέρην</i>, <i>στερήσομαι</i>, <i>ἐστερήθην</i>, <i>στερηθήσομαι</i>, <i>ἐστέρησα</i>, <i>στερήσω</i>. Απαντούν, [[επίσης]], και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. <i>ἐστέρεσα</i> (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το <i>ὤλεσα</i>) και η προστ. <i>σταρέστω</i>, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. <i>στερέσθω</i> με [[τροπή]] του –<i>ε</i> σε -<i>α</i>- [[πριν]] από το -<i>ρ</i>- ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[σταρ]]- της ρίζας <i>στερ</i>-. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον ενεστ. [[στέρομαι]] απαντούν και οι τ. <i>στερῶ</i> και [[στερίσκω]]].
}}
}}