3,258,246
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, [[άποψη]], το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>- «[[κλέβω]]» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. <i>serb</i> «[[κλοπή]]», [[καθώς]] και με τα αρχ. άνω γερμ. <i>stelan</i> «[[κλέβω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>stehlen</i>), γοτθ. <i>stilan</i> «[[κλέβω]]». Το [[σύστημα]] κλίσης του ρ. [[στέρομαι]] εμφανίζει [[ποικιλία]] τ. Αρχικός [[είναι]] ο τ. του ενεστ. [[στέρομαι]], σχηματισμένος από την απαθή [[βαθμίδα]], απ' όπου προήλθαν με [[πρόσφυμα]] -<i>η</i>/<i>ē</i>- οι τ. τών άλλων χρόνων: <i>ἐστέρην</i>, <i>στερήσομαι</i>, <i>ἐστερήθην</i>, <i>στερηθήσομαι</i>, <i>ἐστέρησα</i>, <i>στερήσω</i>. Απαντούν, [[επίσης]], και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. <i>ἐστέρεσα</i> (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το <i>ὤλεσα</i>) και η προστ. <i>σταρέστω</i>, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. <i>στερέσθω</i> με [[τροπή]] του –<i>ε</i> σε -<i>α</i>- [[πριν]] από το -<i>ρ</i>- ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[σταρ]]- της ρίζας <i>στερ</i>-. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον ενεστ. [[στέρομαι]] απαντούν και οι τ. <i>στερῶ</i> και [[στερίσκω]]]. | |mltxt=Α<br />μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι ενός πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, [[άποψη]], το ρ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ster</i>- «[[κλέβω]]» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. <i>serb</i> «[[κλοπή]]», [[καθώς]] και με τα αρχ. άνω γερμ. <i>stelan</i> «[[κλέβω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>stehlen</i>), γοτθ. <i>stilan</i> «[[κλέβω]]». Το [[σύστημα]] κλίσης του ρ. [[στέρομαι]] εμφανίζει [[ποικιλία]] τ. Αρχικός [[είναι]] ο τ. του ενεστ. [[στέρομαι]], σχηματισμένος από την απαθή [[βαθμίδα]], απ' όπου προήλθαν με [[πρόσφυμα]] -<i>η</i>/<i>ē</i>- οι τ. τών άλλων χρόνων: <i>ἐστέρην</i>, <i>στερήσομαι</i>, <i>ἐστερήθην</i>, <i>στερηθήσομαι</i>, <i>ἐστέρησα</i>, <i>στερήσω</i>. Απαντούν, [[επίσης]], και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. <i>ἐστέρεσα</i> (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το <i>ὤλεσα</i>) και η προστ. <i>σταρέστω</i>, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. <i>στερέσθω</i> με [[τροπή]] του –<i>ε</i> σε -<i>α</i>- [[πριν]] από το -<i>ρ</i>- ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[σταρ]]- της ρίζας <i>στερ</i>-. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον ενεστ. [[στέρομαι]] απαντούν και οι τ. <i>στερῶ</i> και [[στερίσκω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στέρομαι:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., <i>στερέομαι</i>, έχω [[έλλειψη]] κάποιου πράγματος, στερούμαι, δεν έχω [[επάρκεια]] σε, Λατ. carere, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[υποφέρω]] [[απώλεια]], σε Σοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |