Anonymous

στεφανηφορία: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και [[στεφανοφορία]] Α [[στεφανηφόρος]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] [[στεφάνι]], [[ιδίως]] νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) α) [[εορτή]] ή [[θυσία]] [[κατά]] την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια<br />β) το [[δικαίωμα]] ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν [[στέφανο]] ως [[ένδειξη]] του αξιώματός τους.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και [[στεφανοφορία]] Α [[στεφανηφόρος]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] [[στεφάνι]], [[ιδίως]] νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) α) [[εορτή]] ή [[θυσία]] [[κατά]] την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια<br />β) το [[δικαίωμα]] ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν [[στέφανο]] ως [[ένδειξη]] του αξιώματός τους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεφᾰνηφορία:''' Δωρ. στεφανᾱφ-, <i>ἡ</i>, το να φοράει [[κάποιος]] [[στεφάνι]] στο [[κεφάλι]] του, [[ιδίως]] [[στεφάνι]] νίκης, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]] του να φοράει [[κάποιος]] [[στεφάνι]], σε Δημ.
}}
}}