Anonymous

στιφρός: Difference between revisions

From LSJ
1,577 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; fort, robuste ; <i>particul. en parl. du corps, des membres</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; fort, robuste ; <i>particul. en parl. du corps, des membres</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στιφρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν<br />[[συμπαγής]], [[σφιχτός]], σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό [[πέτρωμα]]» — το [[πέτρωμα]] του οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη [[μάζα]]<br />β. «[[σάρκα]] στιφράν», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «καυλὸς [[σαρκώδης]] καὶ [[στιφρός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στιφρὸς [[ιστός]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> ο [[στιφροκοκκώδης]] [[ιστός]]<br />β) «[[στιφρός]] [[πλακούντας]]»<br /><b>ιατρ.</b> μη φυσιολογική [[προσκόλληση]] του πλακούντα ή τμήματος του στο [[τοίχωμα]] της μήτρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρογνώμονας]], [[πεισματάρης]] («καλοίμην [[αυστηρός]] και [[στιφρός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρωμαλέος]], σφιχτοδεμένος, [[γερός]] («[[στιφρός]] [[νεανίας]]», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῖφος]] «πυκνή [[μάζα]], [[πλήθος]], [[ομάδα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[κῦδος]]: [[κυδρός]], [[αἶσχος]]: [[αἰσχρός]])].
}}
}}