Anonymous

στιφρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στιφρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[στιβαρός]]), [[στερεός]], [[συμπαγής]], ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· [[πλεκτάνη]] Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς [[σαρκώδης]] καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ [[μαδαρός]], ἐπὶ σαρκός, [[αὐτόθι]] 4. 6, 9· τῷ [[ὑγρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], [[δυνατός]], [[νεανίας]] Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ [[συχν]]. ὡς διάφ. γραφή.
|lstext='''στιφρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[στιβαρός]]), [[στερεός]], [[συμπαγής]], ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· [[πλεκτάνη]] Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς [[σαρκώδης]] καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ [[μαδαρός]], ἐπὶ σαρκός, [[αὐτόθι]] 4. 6, 9· τῷ [[ὑγρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], [[δυνατός]], [[νεανίας]] Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ [[συχν]]. ὡς διάφ. γραφή.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; fort, robuste ; <i>particul. en parl. du corps, des membres</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
}}
}}