3,274,873
edits
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς [[στοιχειώδης]]). | |lstext='''στοιχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς [[στοιχειώδης]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώδες, Α [[στοῑχος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[ταγμένος]] σε στοίχο, [[κατά]] [[σειρά]] («[[κριθή]] [[στοιχώδης]]» — [[κριθάρι]] που έχει τους κόκκους [[κατά]] [[σειρά]], τον έναν [[κάτω]] από τον [[άλλο]], Θεόφρ.). | |||
}} | }} |