στοιχώδης: Difference between revisions

38
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς [[στοιχειώδης]]).
|lstext='''στοιχώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς [[στοιχειώδης]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ώδες, Α [[στοῑχος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[ταγμένος]] σε στοίχο, [[κατά]] [[σειρά]] («[[κριθή]] [[στοιχώδης]]» — [[κριθάρι]] που έχει τους κόκκους [[κατά]] [[σειρά]], τον έναν [[κάτω]] από τον [[άλλο]], Θεόφρ.).
}}
}}