στοιχώδης

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχώδης Medium diacritics: στοιχώδης Low diacritics: στοιχώδης Capitals: ΣΤΟΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: stoichṓdēs Transliteration B: stoichōdēs Transliteration C: stoichodis Beta Code: stoixw/dhs

English (LSJ)

στοιχῶδες, in vertical rows, κριθὴ σ. barley which has its grains one directly under another, cj. in Thphr. HP 8.4.2 (στοιχειώδης codd.).

German (Pape)

[Seite 946] ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριθή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ κατὰ στοίχους ἢ σειρὰς τεταγμένος, «ἀραδιαστός», κριθὴ στ., ἔχουσα τοὺς κόκκους κατὰ σειρὰν τὸν ἕνα ὑπὸ τὸν ἄλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2 (κοινῶς στοιχειώδης).

Greek Monolingual

-ώδες, Α στοῖχος
αυτός που είναι ταγμένος σε στοίχο, κατά σειράκριθή στοιχώδης» — κριθάρι που έχει τους κόκκους κατά σειρά, τον έναν κάτω από τον άλλο, Θεόφρ.).