Anonymous

στόμωμα: Difference between revisions

From LSJ
1,448 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> embouchure;<br /><b>II.</b> partie aiguë, tranchante <i>ou</i> contondante d’un instrument, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tranchant ; <i>fig.</i> front d’une armée;<br /><b>2</b> trempe d’une arme, <i>fig.</i> bonne trempe, force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> embouchure;<br /><b>II.</b> partie aiguë, tranchante <i>ou</i> contondante d’un instrument, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tranchant ; <i>fig.</i> front d’une armée;<br /><b>2</b> trempe d’une arme, <i>fig.</i> bonne trempe, force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}