Anonymous

στόμωμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στόμωμα:''' -ατος, τό ([[στομόω]]), [[στόμιο]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ.
}}
}}