Anonymous

στραβοπόδης: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_19)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰβοπόδης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
|lstext='''στρᾰβοπόδης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ικο / [[στραβοπόδης]], ό, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[στρεβλά]] πόδια, [[ραιβόπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>)].
}}
}}