Anonymous

στροίβηλος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_3)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροίβηλος''': «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
|lstext='''στροίβηλος''': «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔπαρμα]] πληγῆς ἐν κεφαλῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[στρεβλός]] με δυσερμήνευτο -<i>οι</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[στροιβός]])].
}}
}}