ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Full diacritics: στροίβηλος | Medium diacritics: στροίβηλος | Low diacritics: στροίβηλος | Capitals: ΣΤΡΟΙΒΗΛΟΣ |
Transliteration A: stroíbēlos | Transliteration B: stroibēlos | Transliteration C: stroivilos | Beta Code: stroi/bhlos |
ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ, Hsch.
στροίβηλος: «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός με δυσερμήνευτο -οι- (βλ. και λ. στροιβός)].