Anonymous

στρογγυλόστεγος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_18)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγυλόστεγος''': -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.
|lstext='''στρογγυλόστεγος''': -ον, ὁ ἔχων στέγην στρογγύλην ἢ θολοειδῆ, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(για ναό) αυτός που έχει στρογγυλή [[στέγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στογγύλος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>στεγος</i>].
}}
}}