Anonymous

συζύγιος: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σύζυγος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος, ενωμένος<br /><b>2.</b> (ενεργό ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.
}}
}}