Anonymous

συζύγιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 38.
|lstext='''συζύγιος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[σύζυγος]], συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ [[ζυγία]], ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 38.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύζυγος]].
}}
}}