Anonymous

συμπληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῡντα τοῡ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]].
}}
}}