συμπληρωτικός Search Google

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

συμπληρωτική, συμπληρωτικόν,
A able to complete, forming an essential part of, ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.
2 causing congestion, τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.

German (Pape)

[Seite 988] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à remplir, achever ou compléter.
Étymologie: συμπληρόω.

Russian (Dvoretsky)

συμπληρωτικός: выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπληρωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν ἐπιτήδειος, τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπληρῶ
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῦντα τοῦ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.