Anonymous

συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
39
(T22)
(39)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπεριλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 2nd aorist participle συμπεριλαβών; from [[Plato]] and [[Demosthenes]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[comprehend]] at [[once]].<br /><b class="num">2.</b> to [[embrace]] [[completely]]: τινα, Acts 20:10.
|txtha=(T WH συνπεριλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 2nd aorist participle συμπεριλαβών; from [[Plato]] and [[Demosthenes]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[comprehend]] at [[once]].<br /><b class="num">2.</b> to [[embrace]] [[completely]]: τινα, Acts 20:10.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[περιλαμβάνω]]<br />[[περιλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[περιέχω]] συγχρόνως (α. «στην [[τιμή]] δεν συμπεριλαμβάνεται ο [[φόρος]] προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς [[περίοδος]], [[ἐπειδὴ]] συμπεριέλαβε τὰ γένη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[μέσα]] μου συγχρόνως, [[περικλείω]] [[μαζί]] («πολλὴν ἀναθυμίασιν συμπεριλαμβάνειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] («τὸ τοῡ ἱματίου περικεχυμένον συμπεριλαμβάνειν», Σωρ.)<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]] συγχρόνως («ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγκαλιάζω]] («ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπεριλαμβάνομαι</i><br />[[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]].
}}
}}