Anonymous

συμπράττω: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[συμπράσσω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[συμπράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συμπράσσω]] και ιων. τ. [[συμπρήσσω]] Α [[πράττω]]<br />[[πράττω]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνεργάζομαι]] με άλλους για να γίνει [[κάτι]] (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «[[φέρε]] γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «οἳ ἐδόκουν [[μάλιστα]] ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[συνδρομή]], [[συντρέχω]] («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να βρει το δίκιο του, για [[επανόρθωση]] αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) <i>οἱ συμπράσσοντες</i><br />οι σύμμαχοι.
}}
}}