Anonymous

συγκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνκρίνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 1st aorist infinitive συγκρῖναι;<br /><b class="num">1.</b> to [[join]] [[together]] [[fitly]], [[compound]], [[combine]] (Epicharm. in [[Plutarch]], mor., p. 110a.; [[Plato]], [[Aristotle]], others): [[πνευματικός]] πνευματικά, [[πνευματικός]] is neuter; ([[but]] others would [[take]] it as [[masculine]] and [[give]] συγκίνειν the [[meaning]] to [[interpret]] (R. V. [[margin]] interpreting [[spiritual]] things to [[spiritual]] men); cf. the Sept. [[παραβάλλω]]), [[but]] [[frequent]] from the [[time]] of [[Aristotle]] [[onward]] (cf. Passow, [[under]] the [[word]], 2; (Liddell and Scott, v. II.); Lob. ad Phryn., p. 278f; (Winer s Grammar, 23 (22))), to [[compare]]: ἑαυτούς ἑαυτοῖς, Wisdom of Solomon 15:18).
|txtha=(T WH συνκρίνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 1st aorist infinitive συγκρῖναι;<br /><b class="num">1.</b> to [[join]] [[together]] [[fitly]], [[compound]], [[combine]] (Epicharm. in [[Plutarch]], mor., p. 110a.; [[Plato]], [[Aristotle]], others): [[πνευματικός]] πνευματικά, [[πνευματικός]] is neuter; ([[but]] others would [[take]] it as [[masculine]] and [[give]] συγκίνειν the [[meaning]] to [[interpret]] (R. V. [[margin]] interpreting [[spiritual]] things to [[spiritual]] men); cf. the Sept. [[παραβάλλω]]), [[but]] [[frequent]] from the [[time]] of [[Aristotle]] [[onward]] (cf. Passow, [[under]] the [[word]], 2; (Liddell and Scott, v. II.); Lob. ad Phryn., p. 278f; (Winer s Grammar, 23 (22))), to [[compare]]: ἑαυτούς ἑαυτοῖς, Wisdom of Solomon 15:18).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[αντιπαραθέτω]], [[παραλληλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκρίνομαι</i><br />[[παραβάλλω]] τον εαυτό μου με άλλον, [[παραβγαίνω]] («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], [[είναι]] αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχηματίζω]] στερεή [[ουσία]] με [[σύμπηξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδοκιμάζω]] ή [[εγκρίνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] και [[ανασυνθέτω]]<br /><b>2.</b> [[συνδυάζω]]<br /><b>3.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («[[ἐνύπνιον]] εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>7.</b> [[συγκαταλέγω]] σε [[κατηγορία]], κατηγοριοποιώ<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συγκρινόμενα</i><br />σώματα που σχηματίζονται με τη [[διαδικασία]] της σύμπηξης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]]» — ο [[σχηματισμός]] τών υδρατμών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η [[τροφή]] η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον <b>επιγρ.</b>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[αντιπαραθέτω]], [[παραλληλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκρίνομαι</i><br />[[παραβάλλω]] τον εαυτό μου με άλλον, [[παραβγαίνω]] («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], [[είναι]] αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχηματίζω]] στερεή [[ουσία]] με [[σύμπηξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδοκιμάζω]] ή [[εγκρίνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] και [[ανασυνθέτω]]<br /><b>2.</b> [[συνδυάζω]]<br /><b>3.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («[[ἐνύπνιον]] εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>7.</b> [[συγκαταλέγω]] σε [[κατηγορία]], κατηγοριοποιώ<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συγκρινόμενα</i><br />σώματα που σχηματίζονται με τη [[διαδικασία]] της σύμπηξης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]]» — ο [[σχηματισμός]] τών υδρατμών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η [[τροφή]] η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον <b>επιγρ.</b>.
|mltxt=ΝΜΑ [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[αντιπαραθέτω]], [[παραλληλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκρίνομαι</i><br />[[παραβάλλω]] τον εαυτό μου με άλλον, [[παραβγαίνω]] («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], [[είναι]] αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχηματίζω]] στερεή [[ουσία]] με [[σύμπηξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδοκιμάζω]] ή [[εγκρίνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] και [[ανασυνθέτω]]<br /><b>2.</b> [[συνδυάζω]]<br /><b>3.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («[[ἐνύπνιον]] εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>7.</b> [[συγκαταλέγω]] σε [[κατηγορία]], κατηγοριοποιώ<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συγκρινόμενα</i><br />σώματα που σχηματίζονται με τη [[διαδικασία]] της σύμπηξης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]]» — ο [[σχηματισμός]] τών υδρατμών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η [[τροφή]] η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον <b>επιγρ.</b>.
}}
}}