Anonymous

συγκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[αντιπαραθέτω]], [[παραλληλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκρίνομαι</i><br />[[παραβάλλω]] τον εαυτό μου με άλλον, [[παραβγαίνω]] («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], [[είναι]] αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχηματίζω]] στερεή [[ουσία]] με [[σύμπηξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδοκιμάζω]] ή [[εγκρίνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] και [[ανασυνθέτω]]<br /><b>2.</b> [[συνδυάζω]]<br /><b>3.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («[[ἐνύπνιον]] εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>7.</b> [[συγκαταλέγω]] σε [[κατηγορία]], κατηγοριοποιώ<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συγκρινόμενα</i><br />σώματα που σχηματίζονται με τη [[διαδικασία]] της σύμπηξης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]]» — ο [[σχηματισμός]] τών υδρατμών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η [[τροφή]] η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον <b>επιγρ.</b>.
|mltxt=ΝΜΑ [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[παραβάλλω]] δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις [[μεταξύ]] τους ομοιότητες ή διαφορές, [[αντιπαραθέτω]], [[παραλληλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκρίνομαι</i><br />[[παραβάλλω]] τον εαυτό μου με άλλον, [[παραβγαίνω]] («δεν συγκρίνεται» — δεν επιδέχεται [[σύγκριση]], [[είναι]] αναμφισβήτητα ανώτερης ποιότητας)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχηματίζω]] στερεή [[ουσία]] με [[σύμπηξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδοκιμάζω]] ή [[εγκρίνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]] και [[ανασυνθέτω]]<br /><b>2.</b> [[συνδυάζω]]<br /><b>3.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]]<br /><b>4.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («[[ἐνύπνιον]] εἴδομεν καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[ορίζω]], [[θεσπίζω]] («ζημίας, ἧς ἄν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ», πάπ.)<br /><b>6.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>7.</b> [[συγκαταλέγω]] σε [[κατηγορία]], κατηγοριοποιώ<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ συγκρινόμενα</i><br />σώματα που σχηματίζονται με τη [[διαδικασία]] της σύμπηξης<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκρίνεσθαι εἰς [[ὕδωρ]]» — ο [[σχηματισμός]] τών υδρατμών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκριθησομένη τροφὴ» — η [[τροφή]] η οποία θα κατοχυρωθεί σε κάποιον <b>επιγρ.</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρινῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατώνω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[παραλληλίζω]], τι [[πρός]] τι, σε Αριστ. κ.λπ.· [[μετρώ]], [[εκτιμώ]], [[κρίνω]], [[υπολογίζω]], σε Ανθ.
}}
}}