Anonymous

σύλη: Difference between revisions

From LSJ
874 bytes added ,  29 September 2017
39
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύλη''': ἡ, ἢ [[σῦλον]], τό· (ἴδε [[σκῦλον]])· ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ καταλαμβάνειν τὸ [[πλοῖον]] ἢ τὸ [[φορτίον]] ξένου ἐμπόρου πρὸς ἀποζημίωσιν βλάβης ὑπ’ ἐκείνου γενομένης (πρβλ. [[σύμβολον]] ΙΙ), [[καθόλου]], τὸ [[δικαίωμα]] τῆς «κατασχέσεως» [[κυρίως]] ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνδροληψία]]· [[σῦλον]] ἔχειν κατά τινος Ἀριστ. Οἰκ. 2. 11, 1· ἐν σύλῳ, ἐν ᾧ ἠσχολούμην εἰς κατάληψιν καὶ παραλαβὴν πραγμάτων πρὸς ἀποζημίωσιν, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 2447b. 11· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σῦλαι ἢ [[σῦλα]], διὰ τὰς σύλας Δημ. 1232. 4· σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος ὁ αὐτ. 931. 23· [[ὅπου]] σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις, [[ὅπου]] οἱ Ἀθηναῖοι οὐδένα φόβον θὰ ἔχωσιν ὅτι θὰ ἐνεργηθῇ κατ’ αὐτῶν τὸ [[δικαίωμα]] κατοχῆς, παρὰ Δημ. 927. 4· διδομένων σύλων Φασηλίταις κατὰ Ἀθηναίων ὁ αὐτ. 931. 23· [ὁρῶν] Βοιωτοὺς [[σῦλα]] ποιουμένους, [βλέπων] ὅτι οἱ Βοιωτοὶ ἐξήσκουν τὸ [[δικαίωμα]] τῆς κατασχέσεως, Λυσί. 185. 18· [[σῦλα]] συλᾶσθαι, διαρπάζεσθαι, Βαβρ. 2. 12· ― Τὸ [[δικαίωμα]] τοῦτο ἐξασκούμενον [[ἐναντίον]] ὁλοκλήρου κράτους ἐν καιρῷ πολέμου ἦτο κατὰ τὸ [[μᾶλλον]] ἢ ἧττον ὅ,τι καὶ νῦν, ἡ [[ἄδεια]] πρὸς σύλησιν τῶν ἐχθρικῶν πλοίων, ἴδε Böckh P. E. 1. 185., 2. 575. II. [[σῦλον]] [[εἶναι]] τὸ κατασχεθὲν [[φορτίον]] πλοίου ἐν Ἐπιγραφῇ παρὰ Hicks 31, 5.
|lstext='''σύλη''': ἡ, ἢ [[σῦλον]], τό· (ἴδε [[σκῦλον]])· ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ καταλαμβάνειν τὸ [[πλοῖον]] ἢ τὸ [[φορτίον]] ξένου ἐμπόρου πρὸς ἀποζημίωσιν βλάβης ὑπ’ ἐκείνου γενομένης (πρβλ. [[σύμβολον]] ΙΙ), [[καθόλου]], τὸ [[δικαίωμα]] τῆς «κατασχέσεως» [[κυρίως]] ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνδροληψία]]· [[σῦλον]] ἔχειν κατά τινος Ἀριστ. Οἰκ. 2. 11, 1· ἐν σύλῳ, ἐν ᾧ ἠσχολούμην εἰς κατάληψιν καὶ παραλαβὴν πραγμάτων πρὸς ἀποζημίωσιν, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 2447b. 11· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σῦλαι ἢ [[σῦλα]], διὰ τὰς σύλας Δημ. 1232. 4· σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος ὁ αὐτ. 931. 23· [[ὅπου]] σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις, [[ὅπου]] οἱ Ἀθηναῖοι οὐδένα φόβον θὰ ἔχωσιν ὅτι θὰ ἐνεργηθῇ κατ’ αὐτῶν τὸ [[δικαίωμα]] κατοχῆς, παρὰ Δημ. 927. 4· διδομένων σύλων Φασηλίταις κατὰ Ἀθηναίων ὁ αὐτ. 931. 23· [ὁρῶν] Βοιωτοὺς [[σῦλα]] ποιουμένους, [βλέπων] ὅτι οἱ Βοιωτοὶ ἐξήσκουν τὸ [[δικαίωμα]] τῆς κατασχέσεως, Λυσί. 185. 18· [[σῦλα]] συλᾶσθαι, διαρπάζεσθαι, Βαβρ. 2. 12· ― Τὸ [[δικαίωμα]] τοῦτο ἐξασκούμενον [[ἐναντίον]] ὁλοκλήρου κράτους ἐν καιρῷ πολέμου ἦτο κατὰ τὸ [[μᾶλλον]] ἢ ἧττον ὅ,τι καὶ νῦν, ἡ [[ἄδεια]] πρὸς σύλησιν τῶν ἐχθρικῶν πλοίων, ἴδε Böckh P. E. 1. 185., 2. 575. II. [[σῦλον]] [[εἶναι]] τὸ κατασχεθὲν [[φορτίον]] πλοίου ἐν Ἐπιγραφῇ παρὰ Hicks 31, 5.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[λεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε [[ξένο]] έμπορο ως [[αποζημίωση]] για [[βλάβη]] που αυτός προκάλεσε ή και για [[οφειλή]] ληξιπρόθεσμη, [[καθώς]] και η [[άσκηση]] του [[παραπάνω]] δικαιώματος<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σῡλαι</i><br />τα [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>σῦλαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦλον]] <span style="color: red;"><</span> [[σῦλα]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[συλώ]]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[λεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε [[ξένο]] έμπορο ως [[αποζημίωση]] για [[βλάβη]] που αυτός προκάλεσε ή και για [[οφειλή]] ληξιπρόθεσμη, [[καθώς]] και η [[άσκηση]] του [[παραπάνω]] δικαιώματος<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σῡλαι</i><br />τα [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>σῦλαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦλον]] <span style="color: red;"><</span> [[σῦλα]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[συλώ]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[λεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε [[ξένο]] έμπορο ως [[αποζημίωση]] για [[βλάβη]] που αυτός προκάλεσε ή και για [[οφειλή]] ληξιπρόθεσμη, [[καθώς]] και η [[άσκηση]] του [[παραπάνω]] δικαιώματος<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σῡλαι</i><br />τα [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>σῦλαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦλον]] <span style="color: red;"><</span> [[σῦλα]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[συλώ]]].
}}
}}