Anonymous

σύλη: Difference between revisions

From LSJ
994 bytes added ,  31 December 2018
6
(39)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[λεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε [[ξένο]] έμπορο ως [[αποζημίωση]] για [[βλάβη]] που αυτός προκάλεσε ή και για [[οφειλή]] ληξιπρόθεσμη, [[καθώς]] και η [[άσκηση]] του [[παραπάνω]] δικαιώματος<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σῡλαι</i><br />τα [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>σῦλαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦλον]] <span style="color: red;"><</span> [[σῦλα]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[συλώ]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br />η [[λεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε [[ξένο]] έμπορο ως [[αποζημίωση]] για [[βλάβη]] που αυτός προκάλεσε ή και για [[οφειλή]] ληξιπρόθεσμη, [[καθώς]] και η [[άσκηση]] του [[παραπάνω]] δικαιώματος<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ σῡλαι</i><br />τα [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>σῦλαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[σῦλον]] <span style="color: red;"><</span> [[σῦλα]]). Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[συλώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύλη:''' ἡ ή [[σῦλον]], τό, [[δικαίωμα]] κάποιου να κατάσχει [[πλοίο]] ή φορτίο που ανήκει σε [[ξένο]] έμπορο, προκειμένου να αποζημιωθεί για [[βλάβη]] ή [[ζημία]], που του προκάλεσε ο [[έμπορος]]· γενικά, [[δικαίωμα]] κατάσχεσης ή [[δικαίωμα]] αντιποίνων, κατά κανόνα στον πληθ.· [[σῦλαι]] ή [[σῦλα]], <i>σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος</i>, σε Δημ.· [[ὅπου]] [[σῦλαι]] μὴ [[ὦσιν]] Ἀθηναίοις, όπου οι Αθηναίοι δεν θα έχουν κανένα φόβο [[μήπως]] εγερθεί [[εναντίον]] τους το [[δικαίωμα]] κατάσχεσης, [[παρά]] Δημ.· [[σῦλα]] ποιεῖσθαι, [[εξασκώ]] το δικαίωμά μου αυτό, σε Λυσ.
}}
}}