3,277,002
edits
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκομιστός''': -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, [[ἤτοι]] δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, [[δεῖπνον]] ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = [[αὐτόπυρος]]. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ [[ἀνάμικτος]], ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489. | |lstext='''συγκομιστός''': -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, [[ἤτοι]] δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, [[δεῖπνον]] ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = [[αὐτόπυρος]]. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ [[ἀνάμικτος]], ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]]. | ||
}} | }} |