Anonymous

συγκομιστός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(39)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel.
}}
}}