Anonymous

συναθροίζω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist participle συναθροίσας; [[perfect]] [[passive]] participle συνηθροισμενος; from ([[Euripides]], [[Aristophanes]], others), Isocrates [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for קָבַץ and קִבֵּץ; to [[gather]] [[together]] [[with]] others; to [[assemble]]: τινας, to be gathered [[together]] i. e. [[come]] [[together]], R G; Acts 12:12.
|txtha=1st aorist participle συναθροίσας; [[perfect]] [[passive]] participle συνηθροισμενος; from ([[Euripides]], [[Aristophanes]], others), Isocrates [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for קָבַץ and קִבֵּץ; to [[gather]] [[together]] [[with]] others; to [[assemble]]: τινας, to be gathered [[together]] i. e. [[come]] [[together]], R G; Acts 12:12.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[αθροίζω]]<br />[[συγκεντρώνω]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα [[συρτάρι]]» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.<br />γ. «τὸ [[κάταγμα]] λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναθροίζομαι</i><br />(για μεμονωμένο πρόσ.) [[είμαι]] συνενωμένος με [[πλήθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[αθροίζω]]<br />[[συγκεντρώνω]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα [[συρτάρι]]» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.<br />γ. «τὸ [[κάταγμα]] λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναθροίζομαι</i><br />(για μεμονωμένο πρόσ.) [[είμαι]] συνενωμένος με [[πλήθος]].
|mltxt=ΝΜΑ [[αθροίζω]]<br />[[συγκεντρώνω]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα [[συρτάρι]]» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.<br />γ. «τὸ [[κάταγμα]] λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναθροίζομαι</i><br />(για μεμονωμένο πρόσ.) [[είμαι]] συνενωμένος με [[πλήθος]].
}}
}}