Anonymous

συναθροίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[αθροίζω]]<br />[[συγκεντρώνω]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα [[συρτάρι]]» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.<br />γ. «τὸ [[κάταγμα]] λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναθροίζομαι</i><br />(για μεμονωμένο πρόσ.) [[είμαι]] συνενωμένος με [[πλήθος]].
|mltxt=ΝΜΑ [[αθροίζω]]<br />[[συγκεντρώνω]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα [[συρτάρι]]» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ.<br />γ. «τὸ [[κάταγμα]] λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] στρατιώτες («συναθροίζειν τῶν διεσπαρμένων ὡς ἂν πλείστους δύνηται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναθροίζομαι</i><br />(για μεμονωμένο πρόσ.) [[είμαι]] συνενωμένος με [[πλήθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναθροίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συγκαλώ]], [[συνάγω]], λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, στην Παθ., <i>τὸκεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων</i>, το [[σύνολο]] των συγκεντρωμένων αυτών ποσοτήτων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για μεμονωμένο [[πρόσωπο]], <i>οὐ ξυνήθροισται στρατῷ</i>, δεν συνενώθηκε με το κύριο στρατιωτικό [[σώμα]], σε Ευρ.
}}
}}