Anonymous

συμπλοκή: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement :<br /><b>1</b> union, liaison;<br /><b>2</b> embrassement, relations sexuelles;<br /><b>3</b> engagement, lutte;<br /><b>4</b> <i>t. de gramm. et de log.</i> combinaison de lettres pour former des mots, de mots pour former des propositions ; <i>particul.</i> combinaison du sujet et de l’attribut.<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέκω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement :<br /><b>1</b> union, liaison;<br /><b>2</b> embrassement, relations sexuelles;<br /><b>3</b> engagement, lutte;<br /><b>4</b> <i>t. de gramm. et de log.</i> combinaison de lettres pour former des mots, de mots pour former des propositions ; <i>particul.</i> combinaison du sujet et de l’attribut.<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]], [[σύρραξη]] [[μεταξύ]] αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη [[νύχτα]] οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι [[μετὰ]] τὴν συμπλοκὴν [[οὕτως]] ἔξω [[γενέσθαι]] τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[σύνδεση]] όρων μιας πρότασης, [[κυρίως]] υποκειμένου και κατηγορουμένου («κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]] μικρής διάρκειας [[μεταξύ]] αντιπάλων, [[τσακωμός]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) [[φιλονικία]] [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων προσώπων που συντελείται με αμοιβαίες βιαιοπραγίες [[κατά]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />στενή [[σχέση]] [[μεταξύ]] προσώπων («συμπλοκὴν τὴν πρὸς ὑμᾱς ἐκπορεύσομαι, ἣν ἡ [[πίστις]] συνδεῑ τοὺς ὁμόφρονας», Σωφρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλοκή]] [[μαζί]] με άλλα, η [[συνύφανση]]<br /><b>2.</b> [[συσχετισμός]], [[συνδυασμός]] («τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ενότητα]] σώματος και ψυχής («τὸ διττὸν καὶ ἑτερογενὲς τῆς ἐν ἡμῑν συμπλοκῆς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος», Ευσ.)<br /><b>4.</b> η [[ένωση]] τών δύο φύσεων, της θεϊκής και της ανθρώπινης, στο [[πρόσωπο]] του Χριστού («πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἕνωσιν τοῡ λόγου καὶ συμπλοκὴν καὶ συνάφειαν ἀληθεστάτην», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτική [[περίπτυξη]], [[συνουσία]] («χρονιωτέρα γὰρ ἡ συμπλοκὴ πάντων τῶν ζωοτόκων ἢ τῶν ᾠοτόκων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] γραμμάτων για τον σχηματισμό λέξης ή λέξεων για τον σχηματισμό πρότασης<br /><b>3.</b> [[συνδυασμός]] λειτουργιών για να σχηματιστεί μια [[έννοια]] («οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως [[φαντασία]] ἂν εἴη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]]<br /><b>5.</b> [[συνδυασμός]] ποικίλων τρόπων λεκτικού ύφους<br /><b>6.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο επαναλαμβάνεται σε δύο ή περισσότερες προτάσεις η πρώτη και η τελευταία [[λέξη]] της προηγούμενης («ἐπὶ σαυτὸν καλεῑς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῑς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῑς», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[συνδυασμός]] τών συστατικών ενός φαρμάκου.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]], [[σύρραξη]] [[μεταξύ]] αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη [[νύχτα]] οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι [[μετὰ]] τὴν συμπλοκὴν [[οὕτως]] ἔξω [[γενέσθαι]] τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[σύνδεση]] όρων μιας πρότασης, [[κυρίως]] υποκειμένου και κατηγορουμένου («κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]] μικρής διάρκειας [[μεταξύ]] αντιπάλων, [[τσακωμός]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) [[φιλονικία]] [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων προσώπων που συντελείται με αμοιβαίες βιαιοπραγίες [[κατά]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />στενή [[σχέση]] [[μεταξύ]] προσώπων («συμπλοκὴν τὴν πρὸς ὑμᾱς ἐκπορεύσομαι, ἣν ἡ [[πίστις]] συνδεῑ τοὺς ὁμόφρονας», Σωφρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλοκή]] [[μαζί]] με άλλα, η [[συνύφανση]]<br /><b>2.</b> [[συσχετισμός]], [[συνδυασμός]] («τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ενότητα]] σώματος και ψυχής («τὸ διττὸν καὶ ἑτερογενὲς τῆς ἐν ἡμῑν συμπλοκῆς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος», Ευσ.)<br /><b>4.</b> η [[ένωση]] τών δύο φύσεων, της θεϊκής και της ανθρώπινης, στο [[πρόσωπο]] του Χριστού («πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἕνωσιν τοῡ λόγου καὶ συμπλοκὴν καὶ συνάφειαν ἀληθεστάτην», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτική [[περίπτυξη]], [[συνουσία]] («χρονιωτέρα γὰρ ἡ συμπλοκὴ πάντων τῶν ζωοτόκων ἢ τῶν ᾠοτόκων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] γραμμάτων για τον σχηματισμό λέξης ή λέξεων για τον σχηματισμό πρότασης<br /><b>3.</b> [[συνδυασμός]] λειτουργιών για να σχηματιστεί μια [[έννοια]] («οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως [[φαντασία]] ἂν εἴη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]]<br /><b>5.</b> [[συνδυασμός]] ποικίλων τρόπων λεκτικού ύφους<br /><b>6.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο επαναλαμβάνεται σε δύο ή περισσότερες προτάσεις η πρώτη και η τελευταία [[λέξη]] της προηγούμενης («ἐπὶ σαυτὸν καλεῑς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῑς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῑς», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[συνδυασμός]] τών συστατικών ενός φαρμάκου.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]], [[σύρραξη]] [[μεταξύ]] αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη [[νύχτα]] οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι [[μετὰ]] τὴν συμπλοκὴν [[οὕτως]] ἔξω [[γενέσθαι]] τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[σύνδεση]] όρων μιας πρότασης, [[κυρίως]] υποκειμένου και κατηγορουμένου («κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]] μικρής διάρκειας [[μεταξύ]] αντιπάλων, [[τσακωμός]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) [[φιλονικία]] [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων προσώπων που συντελείται με αμοιβαίες βιαιοπραγίες [[κατά]] του σώματος<br /><b>μσν.</b><br />στενή [[σχέση]] [[μεταξύ]] προσώπων («συμπλοκὴν τὴν πρὸς ὑμᾱς ἐκπορεύσομαι, ἣν ἡ [[πίστις]] συνδεῑ τοὺς ὁμόφρονας», Σωφρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλοκή]] [[μαζί]] με άλλα, η [[συνύφανση]]<br /><b>2.</b> [[συσχετισμός]], [[συνδυασμός]] («τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[ενότητα]] σώματος και ψυχής («τὸ διττὸν καὶ ἑτερογενὲς τῆς ἐν ἡμῑν συμπλοκῆς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος», Ευσ.)<br /><b>4.</b> η [[ένωση]] τών δύο φύσεων, της θεϊκής και της ανθρώπινης, στο [[πρόσωπο]] του Χριστού («πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἕνωσιν τοῡ λόγου καὶ συμπλοκὴν καὶ συνάφειαν ἀληθεστάτην», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ερωτική [[περίπτυξη]], [[συνουσία]] («χρονιωτέρα γὰρ ἡ συμπλοκὴ πάντων τῶν ζωοτόκων ἢ τῶν ᾠοτόκων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]] γραμμάτων για τον σχηματισμό λέξης ή λέξεων για τον σχηματισμό πρότασης<br /><b>3.</b> [[συνδυασμός]] λειτουργιών για να σχηματιστεί μια [[έννοια]] («οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως [[φαντασία]] ἂν εἴη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]]<br /><b>5.</b> [[συνδυασμός]] ποικίλων τρόπων λεκτικού ύφους<br /><b>6.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο επαναλαμβάνεται σε δύο ή περισσότερες προτάσεις η πρώτη και η τελευταία [[λέξη]] της προηγούμενης («ἐπὶ σαυτὸν καλεῑς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῑς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῑς», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[συνδυασμός]] τών συστατικών ενός φαρμάκου.
}}
}}