Anonymous

συναγείρω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. ξυνάγειρα, [[mid]]. pr. [[part]]. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 [[part]]. συναγρόμενος: [[collect]] [[together]], [[assemble]]; [[mid]]. aor. 1, [[for]] [[oneself]], Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.
|auten=aor. ξυνάγειρα, [[mid]]. pr. [[part]]. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 [[part]]. συναγρόμενος: [[collect]] [[together]], [[assemble]]; [[mid]]. aor. 1, [[for]] [[oneself]], Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[συναθροίζω]], [[συνάγω]] (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλώ]] αιφνιδίως σε [[σύναξη]], [[σηκώνω]] στο [[πόδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[στράτευμα]] («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] με κάποιον στον νου μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]] ή ψυχικές ιδιότητες) [[συγκεντρώνω]] («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναγείρομαι</i><br />α) [[συγκεντρώνω]] τα [[προς]] το ζην χρήσιμα<br />β) [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου ως [[ιδιοκτησία]] μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συναγείρω]] ἐμαυτόν» — [[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγείρω]] «[[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[συναθροίζω]], [[συνάγω]] (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλώ]] αιφνιδίως σε [[σύναξη]], [[σηκώνω]] στο [[πόδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[στράτευμα]] («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] με κάποιον στον νου μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]] ή ψυχικές ιδιότητες) [[συγκεντρώνω]] («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναγείρομαι</i><br />α) [[συγκεντρώνω]] τα [[προς]] το ζην χρήσιμα<br />β) [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου ως [[ιδιοκτησία]] μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συναγείρω]] ἐμαυτόν» — [[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγείρω]] «[[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[συναθροίζω]], [[συνάγω]] (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλώ]] αιφνιδίως σε [[σύναξη]], [[σηκώνω]] στο [[πόδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[στράτευμα]] («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] με κάποιον στον νου μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]] ή ψυχικές ιδιότητες) [[συγκεντρώνω]] («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναγείρομαι</i><br />α) [[συγκεντρώνω]] τα [[προς]] το ζην χρήσιμα<br />β) [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου ως [[ιδιοκτησία]] μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συναγείρω]] ἐμαυτόν» — [[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγείρω]] «[[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]»].
}}
}}