Anonymous

συναγείρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[συναθροίζω]], [[συνάγω]] (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλώ]] αιφνιδίως σε [[σύναξη]], [[σηκώνω]] στο [[πόδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[στράτευμα]] («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] με κάποιον στον νου μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]] ή ψυχικές ιδιότητες) [[συγκεντρώνω]] («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναγείρομαι</i><br />α) [[συγκεντρώνω]] τα [[προς]] το ζην χρήσιμα<br />β) [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου ως [[ιδιοκτησία]] μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συναγείρω]] ἐμαυτόν» — [[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγείρω]] «[[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[συναθροίζω]], [[συνάγω]] (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλώ]] αιφνιδίως σε [[σύναξη]], [[σηκώνω]] στο [[πόδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] [[στράτευμα]] («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[μαζί]] με κάποιον στον νου μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]] ή ψυχικές ιδιότητες) [[συγκεντρώνω]] («ἀνεθάρσησά τε καί μοι κατὰ σμικρὸν [[πάλιν]] ἡ [[θρασύτης]] ξυνηγείρετο καὶ ἀνεζωπυρούμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>συναγείρομαι</i><br />α) [[συγκεντρώνω]] τα [[προς]] το ζην χρήσιμα<br />β) [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου ως [[ιδιοκτησία]] μου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συναγείρω]] ἐμαυτόν» — [[συγκεντρώνω]] τις σκέψεις μου (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγείρω]] «[[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγείρω:''' μέλ. <i>-αγερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>συνήγειρα</i>, Επικ. <i>ξυνάγειρα</i> — Παθ., γʹ πληθ. αορ. <i>συνάγερθεν</i> (αντί <i>-ησαν</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στρατολογώ]], [[συναθροίζω]] στρατιώτες, σε Ηρόδ. — Παθ., συνάγομαι, [[συνέρχομαι]], συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συναγρόμενοι]], Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, [[σύνταξη]], [[συνάθροιση]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συλλέγω]] τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., [[συλλέγω]], [[μαζεύω]] για τον εαυτό μου, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
}}
}}