Anonymous

συναύξησις: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />accroissement simultané.<br />'''Étymologie:''' [[συναύξησις]].
|btext=εως (ἡ) :<br />accroissement simultané.<br />'''Étymologie:''' [[συναύξησις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συναύξω]] / -<i>ομαι]]<br /><b>1.</b> το να αυξάνεται [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[συναύξησις]] τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[αύξηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αρρώστιες) [[επιδείνωση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συναύξω]] / -<i>ομαι]]<br /><b>1.</b> το να αυξάνεται [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[συναύξησις]] τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[αύξηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αρρώστιες) [[επιδείνωση]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συναύξω]] / -<i>ομαι]]<br /><b>1.</b> το να αυξάνεται [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[συναύξησις]] τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[αύξηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αρρώστιες) [[επιδείνωση]].
}}
}}