Anonymous

συναύξησις: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συναύξω]] / -<i>ομαι]]<br /><b>1.</b> το να αυξάνεται [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[συναύξησις]] τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[αύξηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αρρώστιες) [[επιδείνωση]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συναύξω]] / -<i>ομαι]]<br /><b>1.</b> το να αυξάνεται [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[συναύξησις]] τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[αύξηση]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με αρρώστιες) [[επιδείνωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναύξησις:''' -εως, ἡ, [[ανάπτυξη]], [[αύξηση]] από κοινού, σε Πολύβ.
}}
}}