Anonymous

συνεξανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> exciter avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>II.</b> <i>intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever avec;<br /><b>2</b> se soulever avec : [[πρός]] [[τι]] contre qch;<br /><b>3</b> croître <i>ou</i> pousser avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξανίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
}}
}}