Anonymous

συνεξανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
|mltxt=Α [[ἐξανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] ή [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μαζί]] («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>συνεξανίσταμαι</i><br />α) [[προσέρχομαι]] με κάποιον<br />β) [[κάνω]] [[κάτι]] ή προετοιμάζομαι για [[κάτι]] ταυτοχρόνως με κάποιον («[[Πύρρος]] τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> συμμορφώνομαι με [[κάτι]] («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, <b>Πολ.</b>)<br />δ) εγείρομαι [[μαζί]] με άλλον σε [[αποστασία]] («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)<br />ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό [[υπέρ]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ.
}}
}}