Anonymous

φιαρός: Difference between revisions

From LSJ
1,430 bytes added ,  29 September 2017
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> brillant de force et de santé, luisant d’embonpoint ; <i>p. ext.</i> gras;<br /><b>2</b> brillant <i>en parl. de la peau qui se forme sur le lait</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῖαρ]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> brillant de force et de santé, luisant d’embonpoint ; <i>p. ext.</i> gras;<br /><b>2</b> brillant <i>en parl. de la peau qui se forme sur le lait</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῖαρ]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[φιερός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]] ή για [[μέλος]] του) [[στιλπνός]], [[ζωηρός]], [[εύρωστος]]<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[παχύς]] («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για την [[κρέμα]] του [[γάλατος]]) [[λιπαρός]] («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο γῆϋν», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Παλαιότερα, ο τ. [[φιαρός]] είχε συνδεθεί με το επίθ. [[πιαρός]] «[[παχύς]]». Ορισμένοι θεώρησαν ότι πρόκειται για άλλον τ. του [[πιαρός]] με εκφραστική δάσυνση του <i>π</i>, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προήλθε <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιαρός]] με συμφυρμό. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν θεωρούνται πια πιθανές, λόγω της διαφορετικής ποσότητας του -<i>ι</i>- στους δύο τ. (<b>πρβλ.</b> <i>πῑαρός</i>, [[αλλά]] <i>φῐαρός</i>)].
}}
}}