Anonymous

τροχάδην: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχάδην''': [ᾰ], ἐπίρρ., ([[τρέχω]]) [[δρομάδην]], τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ [[λογάδην]], [[σποράδην]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, [[τροχάδην]] Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
|lstext='''τροχάδην''': [ᾰ], ἐπίρρ., ([[τρέχω]]) [[δρομάδην]], τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ [[λογάδην]], [[σποράδην]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, [[τροχάδην]] Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε [[τροχάδην]]» β. «[[τρόχος]] [[τροχάδην]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με βιαστικό τρόπο, [[γρήγορα]] [[γρήγορα]] («διάβασέ το [[τροχάδην]]»)<br /><b>2.</b> γυμναστικό [[παράγγελμα]] για [[τρέξιμο]] με μέτρια [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-[[άδην]])].
}}
}}