τροχάδην

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾰδην Medium diacritics: τροχάδην Low diacritics: τροχάδην Capitals: ΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: trochádēn Transliteration B: trochadēn Transliteration C: trochadin Beta Code: troxa/dhn

English (LSJ)

Adv., (τρέχω) running, βαίνειν Epigr.Gr.288 (Cyprus), A.D.Adv.198.4.

Greek (Liddell-Scott)

τροχάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., (τρέχω) δρομάδην, τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ λογάδην, σποράδην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, τροχάδην Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην»)
2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροπάδην)].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

adv., laufend, im Lauf, Apoll.Dysc. adv. p. 611.